- κρουνός
- κρουνός1 spring ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (i. e. τοῖς ῥεύμασι τῆς Πειρήνης. Σ.) O. 13.63 met.,
κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει P. 1.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει P. 1.25
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κρουνός — spring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek
κρουνός — ο 1. κρήνη, βρύση. 2. αφθονία, πλήθος: Χύθηκαν κρουνοί αίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρουνοῖς — κρουνός spring masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνοί — κρουνός spring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνοῦ — κρουνός spring masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνούς — κρουνός spring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνῶν — κρουνός spring masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνῷ — κρουνός spring masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνόν — κρουνός spring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνώ — κρουνός spring masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)